τετρά-πορος

τετρά-πορος

τετρά-πορος, mit vier Gängen, Löchern, ὰψῖδες, Byz. anath. 3 (IX, 696).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οκτάπορος — ὀκτάπορος, ον (Μ) αυτός που έχει οκτώ πόρους, οκτώ περάσματα, οκτώ διαβάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. τετρά πορος] …   Dictionary of Greek

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”