- τετρά-πτιλος
τετρά-πτιλος, mit vier Federn, Ar. Ach. 1046.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρά-πτιλος, mit vier Federn, Ar. Ach. 1046.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλωρόπτιλος — ον, Α αυτός που έχει πρασινωπά φτερά («πελειάδες χλωρόπτιλοι», Αιλ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + πηλος (< πτίλον), πρβλ. ἄ πτιλος, τετρά πτιλος] … Dictionary of Greek