τετραίνω

τετραίνω

τετραίνω, verstärkte Form von ΤΡΑΩ, τιτράω, dem sie im praes. von den Attikern vorgezogen wird, bohren, durchbohren; aor. ἐτέτρηνα, Il. 22, 396 Od. 5, 247. 23, 198; sp. D.; ἐπ' ὄρτυγι τετρανϑεὶς αὐλός, Leon. Tar. 12 (VI, 296).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τετραίνω — a A pres subj act 1st sg τετραίνω a A pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραίνω — και τιτραίνω και τιτράω και τίτρημι Α τρυπώ, διατρυπώ («οἷά τις σιφνεὺς κευθνῶνος ἐν σήραγγι τετρήνας μυχούς», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ter «τρίβω» που απαντά και με μονοσύλλαβη μορφή τερ (πρβλ. τείρω, λατ. tero) και με… …   Dictionary of Greek

  • τετρημένα — τετραίνω a A perf part mp neut nom/voc/acc pl τετρημένᾱ , τετραίνω a A perf part mp fem nom/voc/acc dual τετρημένᾱ , τετραίνω a A perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρῆσον — τετραίνω a A aor imperat act 2nd sg τετραίνω a A fut part act masc voc sg τετραίνω a A fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρήσει — τετραίνω a A aor subj act 3rd sg (epic) τετραίνω a A fut ind mid 2nd sg τετραίνω a A fut ind act 3rd sg τρῆσις boring through fem nom/voc/acc dual (attic epic) τρήσεϊ , τρῆσις boring through fem dat sg (epic) τρῆσις boring through fem dat sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρήσουσι — τετραίνω a A aor subj act 3rd pl (epic) τετραίνω a A fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τετραίνω a A fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρήσω — τετραίνω a A aor subj act 1st sg τετραίνω a A fut ind act 1st sg τετραίνω a A aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραίνοντα — τετραίνω a A pres part act neut nom/voc/acc pl τετραίνω a A pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρημέναι — τετραίνω a A perf part mp fem nom/voc pl τετρημένᾱͅ , τετραίνω a A perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρημένον — τετραίνω a A perf part mp masc acc sg τετραίνω a A perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρημένω — τετραίνω a A perf part mp masc/neut nom/voc/acc dual τετραίνω a A perf part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”