τετραίνω — a A pres subj act 1st sg τετραίνω a A pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραίνω — και τιτραίνω και τιτράω και τίτρημι Α τρυπώ, διατρυπώ («οἷά τις σιφνεὺς κευθνῶνος ἐν σήραγγι τετρήνας μυχούς», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ter «τρίβω» που απαντά και με μονοσύλλαβη μορφή τερ (πρβλ. τείρω, λατ. tero) και με… … Dictionary of Greek
τετρημένα — τετραίνω a A perf part mp neut nom/voc/acc pl τετρημένᾱ , τετραίνω a A perf part mp fem nom/voc/acc dual τετρημένᾱ , τετραίνω a A perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρῆσον — τετραίνω a A aor imperat act 2nd sg τετραίνω a A fut part act masc voc sg τετραίνω a A fut part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρήσει — τετραίνω a A aor subj act 3rd sg (epic) τετραίνω a A fut ind mid 2nd sg τετραίνω a A fut ind act 3rd sg τρῆσις boring through fem nom/voc/acc dual (attic epic) τρήσεϊ , τρῆσις boring through fem dat sg (epic) τρῆσις boring through fem dat sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρήσουσι — τετραίνω a A aor subj act 3rd pl (epic) τετραίνω a A fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τετραίνω a A fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρήσω — τετραίνω a A aor subj act 1st sg τετραίνω a A fut ind act 1st sg τετραίνω a A aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραίνοντα — τετραίνω a A pres part act neut nom/voc/acc pl τετραίνω a A pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρημέναι — τετραίνω a A perf part mp fem nom/voc pl τετρημένᾱͅ , τετραίνω a A perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρημένον — τετραίνω a A perf part mp masc acc sg τετραίνω a A perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρημένω — τετραίνω a A perf part mp masc/neut nom/voc/acc dual τετραίνω a A perf part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)