- τετρα-δάκτυλος
τετρα-δάκτυλος, vierfingerig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρα-δάκτυλος, vierfingerig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παχυδάκτυλος — η, ο / παχυδάκτυλος, ον ΝΑ αυτός που έχει παχιά δάκτυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + δάκτυλος (πρβλ. τετρα δάκτυλος)] … Dictionary of Greek
τετραδάκτυλος — η, ο / τετραδάκτυλος, ον, ΝΑ, και τετραδάχτυλος, η, ον, Ν 1. αυτός που έχει τέσσερα δάχτυλα («ἔχει τοὺς προσθίους πόδας... τετραδακτύλους», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει μήκος ή πλάτος ή διαστάσεις τεσσάρων δακτύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρα * +… … Dictionary of Greek
List of Latin and Greek words commonly used in systematic names — Contents 1 List of words 1.1 A 1.2 B 1.3 C … Wikipedia
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek