- πρός-ρηξις
πρός-ρηξις, ἡ, das Anschlagen und Zerbrechen woran, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρός-ρηξις, ἡ, das Anschlagen und Zerbrechen woran, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… … Dictionary of Greek