τετρακίνη

τετρακίνη

τετρακίνη, , = ϑριδακίνη, Hippon. bei Ath. II, 69 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τετρακίνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρακίνη — ἡ, Α το μαρούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για παραφθορά, στην καθημερινή γλώσσα τών Αρχαίων, τής λ. θριδακίνη «μαρούλι» (< θρίδαξ, ακος), με παρετυμολ. επίδραση τών σύνθ. λ. με α συνθετικό τετρ(α) * και τού επιρρ. τετράκις. Κατ …   Dictionary of Greek

  • τετρακίνην — τετρακίνη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”