τετρακοστός

τετρακοστός

τετρακοστός, = τεσσαρακοστός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τετρακοστός — ή, όν, Μ βλ. τετρακοσιοστός …   Dictionary of Greek

  • τετρακοσιοστός — ή, ό / τετρακοσιοστός, ή, όν, ΝΜΑ, και τετρακοστός, ή, όν, Μ αυτός που έχει σε μια σειρά ή τάξη τη θέση τού αριθμού τετρακόσια νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τετρακοσιοστό το ένα από τα τετρακόσια ίσα μέρη στα οποία διαιρέθηκε ένα πράγμα αρχ. το θηλ …   Dictionary of Greek

  • ՉՈՐԵՔՀԱՐԻՒՐՈՐԴ — (ի.) NBH 2 0578 Chronological Sequence: Early classical ա. τετρακοστός quadringentesimus. Վերջինն չորեքհարիւր թուոյ. ... *Յամին չորեքհարիւրորդի. ՟Գ. Թագ. ՟Զ. 1 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”