- τετρα-κόρωνος
τετρα-κόρωνος, vier Krähenalter habend, d. i. sehr alt, Hes. frg. 50, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρα-κόρωνος, vier Krähenalter habend, d. i. sehr alt, Hes. frg. 50, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρικόρωνος — ον, Α αυτός που έχει ηλικία τριπλάσια τής κουρούνας, ο πολύ γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κόρωνος (< κορώνη «κουρούνα»), πρβλ. τετρα χόρωνος] … Dictionary of Greek