- τετρα-κωμία
τετρα-κωμία, ἡ, vier zusammengehörende Dörfer, Strab. 9, 2, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρα-κωμία, ἡ, vier zusammengehörende Dörfer, Strab. 9, 2, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μητροκωμία — η (ΑΜ μητροκωμία) νεοελλ. μσν. 1. (κατά τη βυζαντική εποχή) ένωση κοινοτήτων ελεύθερων αγροτών 2. (κατά την τουρκοκρατία) το κεφαλοχώρι αρχ. πρωτεύουσα περιοχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κωμία (< κωμος < κώμη), πρβλ. τετρα κωμία] … Dictionary of Greek
πεντακωμία — ἡ, Α διοικητική ένωση πέντε κωμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + κωμία (< κώμος < κώμη), πρβλ. τετρα κωμία] … Dictionary of Greek