- τετραντιαῖος
τετραντιαῖος, ein Viertheil werth, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετραντιαῖος, ein Viertheil werth, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετραντιαίος — αία, ον, Α αυτός που αποτελείται από ένα τέταρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + θ. αντ «έναντι, σε αντίκρισμα» (πρβλ. ἀντί) + κατάλ. ιαῖος*] … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek