- τετρα-όργυιος
τετρα-όργυιος, vier Klafter lang, breit, D. C. 70, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρα-όργυιος, vier Klafter lang, breit, D. C. 70, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρισκαιδεκαόργυιος — και τρισκαιδεκόργυιος, ον, Α αυτός που έχει έκταση δεκατριών οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισκαίδεκα «δεκατρία» + όργυιος (<ὀργυιά), πρβλ. τετρα όργιος] … Dictionary of Greek