- τετραχίζω
τετραχίζω, in vier Theile vertheilen, – Etwas um den vierten Theil thun, pachten u. dgl., Ar. fr. 688 in VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετραχίζω, in vier Theile vertheilen, – Etwas um den vierten Theil thun, pachten u. dgl., Ar. fr. 688 in VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετραχίζω — Α [τετραχά] αναλαμβάνω μια εργασία με τη συμμετροχή τού 1/4 τών κερδών … Dictionary of Greek
τετραχίζειν — τετραχίζω engage to do for a fourth part pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραχισμός — ο, Ν είδος θανατικής ποινής που επιβαλλόταν στη Γαλλία κατά την εποχή τής μοναρχίας σε εκείνους που έκαναν απόπειρα δολοφονίας κατά τού βασιλιά και κατά την οποία ο κατάδικος προσδενόταν από τα τέσσερα άκρα του σε τέσσερα άλογα, τα οποία… … Dictionary of Greek