- τετρα-σκελής
τετρα-σκελής, ές, vierschenklig, vierfüßig; οἰωνός, Aesch. Prom. 395; Eur. Phoen. 642, u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρα-σκελής, ές, vierschenklig, vierfüßig; οἰωνός, Aesch. Prom. 395; Eur. Phoen. 642, u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιμαντοσκελής — ἱμαντοσκελής, ές (Μ) ιμαντόπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο σκελής, τετρα σκελής] … Dictionary of Greek
οκτασκελής — ὀκτασκελής, ές (Α) αυτός που έχει οκτώ σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + σκελής (< σκέλος), πρβλ. τετρα σκελής] … Dictionary of Greek