- τετρα-ποδίζω
τετρα-ποδίζω, auf vier Füßen gehen, wie ein vierfüßiges Thier gehen oder leben, von Menschen, Arist. H. A. 2, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρα-ποδίζω, auf vier Füßen gehen, wie ein vierfüßiges Thier gehen oder leben, von Menschen, Arist. H. A. 2, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek