τισιγίτης, ὁ, ein Geschirr, persisches Wort, Ath. XI, 784 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τισιγίτης — utensil masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τισιγίτης — ὁ, Α δοχείο, αγγείο, σκεύος («τισιγίτης ἀργυροῡς εἰς», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. περσικής προέλευσης … Dictionary of Greek