- τεσσαρά-βοιος
τεσσαρά-βοιος, 1) vier Stiere oder Rinder werth, Il. 23, 705. – 2) von vier Ochsenhäuten gemacht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεσσαρά-βοιος, 1) vier Stiere oder Rinder werth, Il. 23, 705. – 2) von vier Ochsenhäuten gemacht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες … Dictionary of Greek