- τεσσαρακοντάκις
τεσσαρακοντάκις, adv., vierzigmal.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεσσαρακοντάκις, adv., vierzigmal.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεσσαρακοντάκις — ΝΑ (λόγιος τ.) επίρρ. σαράντα φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + επιρρμ. κατάλ. (α)κις (πρβλ. πεντ άκις)] … Dictionary of Greek
ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… … Dictionary of Greek