- τεσσαρακοντά-πηχυς
τεσσαρακοντά-πηχυς, υ, gen. εος, vierzig Ellen lang, Ath. V, 202 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεσσαρακοντά-πηχυς, υ, gen. εος, vierzig Ellen lang, Ath. V, 202 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεσσαρακοντάπηχυς — υ, ΜΑ αυτός που έχει μήκος ή ύψος ίσο με σαράντα πήχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + πῆχυς (πρβλ. πεντηκοντά πηχυς)] … Dictionary of Greek