- τεσσαρακοντα-έτης
τεσσαρακοντα-έτης, ὁ, u. τεσσαρακοντα-ετής, ές, vierzigjährig, Hes. O. 443.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεσσαρακοντα-έτης, ὁ, u. τεσσαρακοντα-ετής, ές, vierzigjährig, Hes. O. 443.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεσσαρακονταετής — ές και ως ουσ. τεσσαρακονταέτης και τεσσαραρακοντούτης, ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τεσσαρακοντούτις Ν, και αττ. τ. αρσ. τετταρακοντούτης και τ. θηλ. τεσσαρακονταέτις, και τεσσαρακοντοῡτις, ούτιδος, ΜΑ 1. αυτός που έχει ηλικία σαράντα χρόνων, σαραντάρης… … Dictionary of Greek
τεσσαρεσκαιδεκέτης — και τεσσαρακαιδεκέτης και τεσσαρεσκαιδεκαέτης, άετες και τεσσαρακαιδεκετής, τεσσαρεσκαιδεκαετής και τεσσαρακαιδεκαετής, ές και τ. θηλ. τεσσαρεσκαιδεκέτις και τεσσαρεσκαιδεκαέτις, ιδος, Α ο ηλικίας δεκατεσσάρων ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρεσκαίδεκα… … Dictionary of Greek
τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες … Dictionary of Greek