- τεράστιος
τεράστιος, wunderbar; τερ. τὸ πρᾶγμα ἐφαίνετο, Luc. Alex. 16; Zeux. 12 u. oft; auch Zeus, D. D. 20, 11 Tim. 41; φύσις τεράστιος, S. Emp. adv. log. 2, 104, widernatürlich, von böser Vorbedeutung.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεράστιος, wunderbar; τερ. τὸ πρᾶγμα ἐφαίνετο, Luc. Alex. 16; Zeux. 12 u. oft; auch Zeus, D. D. 20, 11 Tim. 41; φύσις τεράστιος, S. Emp. adv. log. 2, 104, widernatürlich, von böser Vorbedeutung.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεράστιος — monstrous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεράστιος — α, ο / τεράστιος, ον, ΝΜΑ πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης, ο πολύ μεγάλων διαστάσεων, πελώριος, υπερφυσικός (α. «τεράστια περιουσία» β. «τεράστιο το πρόβλημα τής ρύπανσης τού περιβάλλοντος» γ. «τεράστιον τὸ πρᾱγμα ἐφαίνετο», Λουκιαν. δ. «τεράστιον… … Dictionary of Greek
τεράστιος — α, ο επίρρ. α υπερβολικά μεγάλος, υπερφυσικός, πελώριος: Τεράστιος πλούτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεραστίως — τεράστιος monstrous adverbial τεράστιος monstrous masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεράστιον — τεράστιος monstrous masc/fem acc sg τεράστιος monstrous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεραστίοις — τεράστιος monstrous masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεραστίου — τεράστιος monstrous masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεραστίους — τεράστιος monstrous masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεραστίων — τεράστιος monstrous masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεραστίῳ — τεράστιος monstrous masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεράστια — τεράστιος monstrous neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)