τερηδών — wood worm fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τερηδών — Αρχαιότατη πόλη της Βαβυλωνίας, στη δυτική παραλία του Περσικού κόλπου, στις εκβολές του Ευφράτη. Ιδρύθηκε από τον Ναβουχοδονόσορα και ήταν μια από τις ανθηρότερες πόλεις της Βαβυλωνίας. Ο Αρριανός την ονομάζει Διρίδωτι. Σε αυτήν προσορμίστηκε ο… … Dictionary of Greek
τερηδόνα — τερηδών wood worm fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερηδόνας — τερηδών wood worm fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερηδόνες — τερηδών wood worm fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερηδόνι — τερηδών wood worm fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερηδόνος — τερηδών wood worm fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερηδόνων — τερηδών wood worm fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TEREDO — inter species vermium, in ligno nascentium, memoratur, Theophrasto, Hist. l. 5. c. 5. Ε᾿ςθίεται δὲ τὰ μὲν ἐν ῇ θαλάττῃ σηπόμεναὑπὸ τερηδόνος, τὰ δ᾿ ἐν τῇ γῇ ὑπὸ ςκωλήκων καὶ θριπῶν οὐ γὰρ γίνεται τερηδὼν, ἀ;;᾿ ἥ ἐν τῇ θαλάττῃ ἔςι δὲ ἡ τερηδὼν τῷ… … Hofmann J. Lexicon universale
τερηδόνα — I Καταστρεπτική διεργασία εις βάρος των σκληρών ιστών του οργανισμού, όπως τα οστά, οι χόνδροι και τα δόντια· συχνότερα ο όρος σημαίνει την τ. των δοντιών. Η τελευταία αυτή οφείλεται στη συνέργια ενδογενών και εξωγενών παραγόντων: γενικές… … Dictionary of Greek
трут — I I множество , только др. русск. трутъ, труть – то же, ст. слав. трѫть φάλαγξ, κουστωδία (Супр.). В *trǫtъ видят *tronkto и сравнивают с лит. trañksmas м. гул, давка , trankùs ухабистый , trenkiù, treñkti ударить с грохотом (* теснить ), др … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера