τερηδών

τερηδών

τερηδών, όνος, ἡ (τείρω, τερέω;, 1) der Holzwurm, des. der die Schiffe durchbohrt und annagt, der Schiffswurm, ὑπὸ τερηδόνων σαπεῖσ' ἐνταῠϑα καταγηράσομαι, Ar. Equ. 1305, sagt eine Triere. – 2) der Bein- oder Knochenfraß, Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τερηδών — wood worm fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τερηδών — Αρχαιότατη πόλη της Βαβυλωνίας, στη δυτική παραλία του Περσικού κόλπου, στις εκβολές του Ευφράτη. Ιδρύθηκε από τον Ναβουχοδονόσορα και ήταν μια από τις ανθηρότερες πόλεις της Βαβυλωνίας. Ο Αρριανός την ονομάζει Διρίδωτι. Σε αυτήν προσορμίστηκε ο… …   Dictionary of Greek

  • τερηδόνα — τερηδών wood worm fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερηδόνας — τερηδών wood worm fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερηδόνες — τερηδών wood worm fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερηδόνι — τερηδών wood worm fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερηδόνος — τερηδών wood worm fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερηδόνων — τερηδών wood worm fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TEREDO — inter species vermium, in ligno nascentium, memoratur, Theophrasto, Hist. l. 5. c. 5. Ε᾿ςθίεται δὲ τὰ μὲν ἐν ῇ θαλάττῃ σηπόμεναὑπὸ τερηδόνος, τὰ δ᾿ ἐν τῇ γῇ ὑπὸ ςκωλήκων καὶ θριπῶν οὐ γὰρ γίνεται τερηδὼν, ἀ;;᾿ ἥ ἐν τῇ θαλάττῃ ἔςι δὲ ἡ τερηδὼν τῷ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τερηδόνα — I Καταστρεπτική διεργασία εις βάρος των σκληρών ιστών του οργανισμού, όπως τα οστά, οι χόνδροι και τα δόντια· συχνότερα ο όρος σημαίνει την τ. των δοντιών. Η τελευταία αυτή οφείλεται στη συνέργια ενδογενών και εξωγενών παραγόντων: γενικές… …   Dictionary of Greek

  • трут — I I множество , только др. русск. трутъ, труть – то же, ст. слав. трѫть φάλαγξ, κουστωδία (Супр.). В *trǫtъ видят *tronkto и сравнивают с лит. trañksmas м. гул, давка , trankùs ухабистый , trenkiù, treñkti ударить с грохотом (* теснить ), др …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”