- τερθρία
τερθρία, ἡ, = τερϑρεία, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τερθρία, ἡ, = τερϑρεία, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέρθριος — α, ο / τέρθριος, ία, ο, ΝΑ [τέρθρον] νεοελλ. ναυτ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τέρθρο (α. «τέρθρια υπέρα» καλώδιο με το οποίο υψώνεται το κέρας επιδρόμου ή ημιολίου, κν. η τσούντα τού πικιού β. «τέρθριο σύσπαστο» η τσούντα) αρχ. 1. το αρσ.… … Dictionary of Greek