- τερμινθίς
τερμινθίς, ίδος, ἡ, bes. p. fem. zu τερεβίνϑινος, Nic. Al. 299.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τερμινθίς, ίδος, ἡ, bes. p. fem. zu τερεβίνϑινος, Nic. Al. 299.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τερμινθίς — ίδος, ἡ, Α ιδιότυπο θηλ. τού επιθ. τερμίνθινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρμινθος «είδος φυτού» + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. καλαμ ίς)] … Dictionary of Greek
τερμινθίδα — τερμινθίς of the terebinth tree fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)