- τεραμότης
τεραμότης, ητος, ἡ, Weichheit, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεραμότης, ητος, ἡ, Weichheit, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεραμότης — softness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεραμότης — ητος, ἡ, Α η ιδιότητα τού μαλακού, απαλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεράμων + κατάλ. ότης* (πρβλ. μείων: μειότης)] … Dictionary of Greek
τεραμότητι — τεραμότης softness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)