τερεβίνθινος

τερεβίνθινος

τερεβίνθινος, vom Terpenthinbaume gemacht, bes. von seinem Harze, χρίσμα Xen. An. 4, 4, 13.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τερεβίνθινος — και τερμίνθινος, η, ο / τερεβίνθινος και τερμίνθινος, ίνη, ον, ΝΑ, και τερεμίνθινος, η, ο, Ν [τερέβινθος / τέρμινθος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φυτό τερέβινθος ή τέρμινθος αρχ. αυτός που παράγεται από το παραπάνω φυτό («τερμίνθινος οἶνος» …   Dictionary of Greek

  • τερεμίνθινος — ον, Α βλ. τερεβίνθινος …   Dictionary of Greek

  • τερμίνθινος — η, ο / τερμίνθινος, ίνη, ον, ΝΑ βλ. τερεβίνθινος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”