- τερμόνιος
τερμόνιος, = τέρμιος; Aesch. πάγος, Prom. 117; τὸ τερμόνιον, Philodem. 12 (XI, 20), f. L. τερμόριον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τερμόνιος, = τέρμιος; Aesch. πάγος, Prom. 117; τὸ τερμόνιον, Philodem. 12 (XI, 20), f. L. τερμόριον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τερμόνιος — ία, ον, Α [τέρμων, ονος] αυτός που βρίσκεται προς το τέρμα, στο άκρο τής γης, ο έσχατος («ἵκετο τερμόνιον πάγον», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
τερμόνιον — τερμόνιος at the world s end masc acc sg τερμόνιος at the world s end neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)