- τερατό-μορφος
τερατό-μορφος, von wunderbarer od. widernatürlicher Gestalt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τερατό-μορφος, von wunderbarer od. widernatürlicher Gestalt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηριόμορφος — η, ο (Α θηριόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή θηρίου νεοελλ. 1. απαίσιος, τερατόμορφος, τερατώδης, τρομερά άσχημος 2. φρ. «θηριόμορφες παραστάσεις» οι παραστάσεις που απεικονίζουν θηριόμορφους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + μορφος (< μορφή),… … Dictionary of Greek
ιδιόμορφος — η, ο (ΑΜ ἰδιόμορφος, ον) αυτός που έχει ιδιάζουσα μορφή ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες (α. «ιδιόμορφο κτήριο» β. «ἰδιόμορφόν τι γεννᾱσθαι ζῷον», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύ μορφος, τερατό μορφος] … Dictionary of Greek
λαγηνόμορφος — η, ο αυτός που μοιάζει με λαγήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγήνα + μορφος (< μορφή), πρβλ. θεό μορφος, τερατό μορφος] … Dictionary of Greek
λυκαινόμορφος — ον (Α) αυτός που έχει μορφή ή σχήμα λύκαινας, αυτός που μοιάζει με λύκαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκαινα + μορφος (< μορφή), πρβλ. θεό μορφος, τερατό μορφος] … Dictionary of Greek
ορνεόμορφος — ὀρνεόμορφος, ον (Α) αυτός που έχει τη μορφή ορνέου, πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + μορφος (< μορφή), πρβλ. τερατό μορφος] … Dictionary of Greek
οφιόμορφος — η, ο (ΑΜ ὀφιόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή φιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + μορφος (< μορφή), πρβλ. τερατό μορφος] … Dictionary of Greek
στεμματόμορφος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει τη μορφή στέμματος 2. φρ. «στεμματόμορφη εκκένωση» (ηλεκτρολ.) η εκκένωση στέμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμμα, ατος + μορφος (< μορφή), πρβλ. τερατό μορφος] … Dictionary of Greek
σφαιρόμορφος — ον, ΜΑ αυτός που έχει μορφή σφαίρας, σφαιρικός, σφαιροειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + μορφος (< μορφή), πρβλ. τερατό μορφος] … Dictionary of Greek
ταυρόμορφος — Γιος του Δία και της Περσεφόνης. Ο Δίας παρουσιάστηκε στην Περσεφόνη με τη μορφή δράκου και κατόρθωσε να την κατακτήσει. Ο Τ. ταυτιζόταν με τον Διόνυσο Ζαγρέα. Εικονίζεται συχνά με κέρατα ή με τη μορφή ταύρου. * * * η, ο / ταυρόμορφος, ον, ΝΑ,… … Dictionary of Greek
φαόμορφος — ον, Α αυτός που έχει φαεινή, λαμπρή μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάος + μορφος (< μορφή), πρβλ. τερατό μορφος] … Dictionary of Greek
ωραιόμορφος — ον, Α αυτός που έχει ωραία μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὡραῖος + μορφος (< μορφή), πρβλ. τερατό μορφος] … Dictionary of Greek