τερα-σκόπος

τερα-σκόπος

τερα-σκόπος, poet. = τερατοσκόπος; Aesch. Ag. 951. 1415 Ch. 544 Eum. 62; Eur. Bacch. 248.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θηροσκόπος — θηροσκόπος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τής Αρτέμιδος) αυτός που θηρεύει θηρία, που αναζητεί άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο σκόπος, τερα σκόπος] …   Dictionary of Greek

  • καιροσκόπος — ο, η (Α καιροσκόπος) αυτός που καραδοκεί την κατάλληλη ευκαιρία για να τήν εκμεταλλευθεί με αθέμιτα, συνήθως, μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο σκόπος, τερα σκόπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”