- τερσιά
τερσιά, ἡ, wie ταρσός, ταρσιά, τρασιά, eine Vorlichtung, Etwas darauf zu trocknen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τερσιά, ἡ, wie ταρσός, ταρσιά, τρασιά, eine Vorlichtung, Etwas darauf zu trocknen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τερσιά — τερσιά̱ , τερσιά fem nom/voc/acc dual τερσιά̱ , τερσιά fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερσιά — ἡ, Α βλ. τρασιά … Dictionary of Greek
τρασιά — ἡ, ΜΑ, και ταρσιά και τερσιά και ιων. τ. ταρσιή Α μσν. τόπος ή πλέγμα από καλάμια για την ξήρανση τυριών ή πλίνθων αρχ. 1. πλέγμα από καλάμια στο οποίο ξήραιναν τα σύκα 2. τόπος ξήρανσης των σύκων 3. αλώνι 4. (κατά τον Πολύδ.) «τὸ ἄθροισμα τῶν… … Dictionary of Greek
ταρσιά — και τερσιά, ἡ, Α βλ. τρασιά … Dictionary of Greek