τερπωλή

τερπωλή

τερπωλή, , p. statt τέρψις, Vergnügung; Od. 18, 37; plur., Archil. 38, u. sp. D., wie Agath. 45 (VI, 244); auch Luc. D. mort. 27, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τερπωλῇ — τερπωλή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερπωλή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερπωλή — ἡ, ΜΑ (ποιητ. τ. και μτγν. τ.) τέρψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρπω + κατάλ. ωλή (βλ. λ. παυσ ωλή)] …   Dictionary of Greek

  • τερπωλῆι — τερπωλῇ , τερπωλή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερπωλαῖς — τερπωλή fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερπωλῆς — τερπωλή fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερπωλῇσι — τερπωλή fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερπωλέων — τερπωλή fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερπωλήν — τερπωλή fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -υλ(λ)ος — κατάληξη τής Αρχαίας Ελληνικής, που αποτελεί επαυξημένη μορφή (με απόσπαση τού φωνήεντος υ από θ. με χαρακτήρα υ , πρβλ. δριμύς: δριμ ύ λος, ἡδύς: ἡδ ύ λος) τού επιθήματος λο (< ΙΕ * lο ), πρβλ. και τις κατάλ. ηλος*, ιλος (πρβλ. οργ ίλος, ποικ …   Dictionary of Greek

  • τέρπος — εος, τὸ, Α τέρψη, τερπωλή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρπω κατά τα σιγμόληκτα ουδέτερα σε ος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”