ταύρειος

ταύρειος

ταύρειος, auch 2 Endgn, Eur., vom Stiere, vom Rinde; bes. rindstedern, κυνέη, ἀσπίς, Il. 10, 258. 13, 161. 163. 16, 360; φόνος, der Stiere, Aesch. Spt. 44; κέρατα, Soph. Trach. 517; πούς, Eur. Hel. 1571; ἐπὶ ταυρείῳ σφαγῇ, 1598; αὶμα, Ar. Equ. 83.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ταύρειος — of bulls masc nom sg ταύρειος of bulls masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταύρειος — α, ο / ταύρειος, εία, ον, ΝΜΑ, και ταύριος, ον και ταύρεος, έα, ον και ποιητ. τ. θηλ. ταυρείη Α [ταῡρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ταύρο ή προέρχεται από ταύρο, βοδινός, βοϊδήσιος (α. «ταύρειο δέρμα» β. «ταύρεια κέρατα», Σοφ.) μσν. το θηλ …   Dictionary of Greek

  • ταύρειον — ταύρειος of bulls masc acc sg ταύρειος of bulls neut nom/voc/acc sg ταύρειος of bulls masc/fem acc sg ταύρειος of bulls neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυρείων — ταύρειος of bulls fem gen pl ταύρειος of bulls masc/neut gen pl ταύρειος of bulls masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυρείοιο — ταύρειος of bulls masc/neut gen sg (epic) ταύρειος of bulls masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυρείοις — ταύρειος of bulls masc/neut dat pl ταύρειος of bulls masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυρείοισι — ταύρειος of bulls masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ταύρειος of bulls masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυρείου — ταύρειος of bulls masc/neut gen sg ταύρειος of bulls masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυρείους — ταύρειος of bulls masc acc pl ταύρειος of bulls masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυρείῳ — ταύρειος of bulls masc/neut dat sg ταύρειος of bulls masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταύρεια — ταύρειος of bulls neut nom/voc/acc pl ταύρειος of bulls neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”