ταχύ-γηρος

ταχύ-γηρος

ταχύ-γηρος, ον, schnell alternd, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… …   Dictionary of Greek

  • ταχύγηρος — ον, Α αυτός που γηράζει γρήγορα ή αυτός που έχει πρόωρα γηράσει («ταχύγηροι περὶ τὴν κεφαλήν» αυτοί που τα μαλλιά τους άσπρισαν πρόωρα, Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + γηρος (< γῆρας, τό), πρβλ. ὑπέρ γηρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”