ταχύ-εργος

ταχύ-εργος

ταχύ-εργος, schnell arbeitend, rasch vollendend, Sp. – Auch unbeständig, wankelmüthig, App. B. C. 2, 120.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπουδεργός — όν, Μ αυτός που εργάζεται με επιμέλεια και σοβαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδή + εργός (< εργον*), πρβλ. ταχυ εργός] …   Dictionary of Greek

  • ταλαεργός — όν, Α 1. (ιδίως για υποζύγιο) φιλόπονος και καρτερικός 2. επίπονος 3. (για τον Ηρακλή) αυτός που έχει κουραστεί και ταλαιπωρηθεί πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα (βλ. λ. τάλας) + εργός (< ἔργον), πρβλ. ταχυ εργός] …   Dictionary of Greek

  • ταχυεργός — ό / ταχυεργός, όν, ΝΜΑ Ο γρήγορος στη διεκπεραίωση ενός έργου αρχ. 1. ευσπευσμένος, βιαστικός 2. ασταθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ + εργός (< ἔργον*), πρβλ. θρασυ εργός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”