- ταχύς
ταχύς,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχύς,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχύς — swift masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύς — εία, ύ / ταχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, συγκριτ. ταχύτερος, η, ο, υπερθ. ταχύτατος, η, ο και τάχιστος, η, ο, Ν, και συγκριτ. ταχύτερος, έρα, ον και ταχίων, τάχιον, και θάσσον, θᾱσσον, και υπερθ. ταχύτατος, άτη, ον και τάχιστος, ίστη, ον, ΜΑ, και αττ. τ.… … Dictionary of Greek
ταχύς, -εία, -ύ — 1. γρήγορος, γοργοκίνητος, βιαστικός: Είναι ταχύς στη δουλειά του. 2. συχνότερος: Ταχύς σφυγμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταχέα — ταχύς swift neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ταχέᾱ , ταχύς swift fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ταχύς swift fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυτάτω — ταχύς swift masc/neut nom/voc/acc dual (ionic) ταχύς swift masc/neut gen sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυτάτων — ταχύς swift fem gen pl (ionic) ταχύς swift masc/neut gen pl (ionic) ταχυτά̱των , ταχυτής quickness fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυτάτως — ταχύς swift adverbial (ionic) ταχύς swift masc acc pl (doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυτέρων — ταχύς swift fem gen pl (ionic) ταχύς swift masc/neut gen pl (ionic) ταχύτερος swift fem gen pl ταχύτερος swift masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυτέρως — ταχύς swift adverbial (ionic) ταχύς swift masc acc pl (doric ionic) ταχύτερος swift adverbial ταχύτερος swift masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύ — ταχύς swift masc voc sg ταχύς swift neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύτατον — ταχύς swift masc acc sg (ionic) ταχύς swift neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)