ταχύ-πομπος

ταχύ-πομπος

ταχύ-πομπος, schnell schickend, geleitend, Aesch. Suppl. 1031.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τηλέπομπος — ον, Α αυτός που εκπέμπεται, που στέλνεται μακριά («τηλέπομπον φάος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + πομπος (< πομπός < πέμπω), πρβλ. ταχύ πομπος] …   Dictionary of Greek

  • ταχύπομπος — ον, Α αυτός που στέλνει ή συνοδεύει γρήγορα («τί ποτ εὔπλοιαν ἔπραξαν ταχυπόμποισι διωγμοῑς;», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πομπός (πρβλ. ναυσί πομπος)] …   Dictionary of Greek

  • ωκύπομπος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που μεταφέρει κάτι με ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πομπός (< πέμπω), πρβλ. ταχύ πομπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”