- ταχύ-πνοια
ταχύ-πνοια, ἡ, schnelles Athemholen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχύ-πνοια, ἡ, schnelles Athemholen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραυματόπνοια — η, Ν ιατρ. αναπνευστικός ήχος που ακούγεται κατά την έξοδο και την είσοδο τού αέρα όταν ένα θωρακικό τραύμα έχει προκαλέσει επικοινωνία της κοιλότητας τού υπεζωκότα με την εξωτερική ατμόσφαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. traumatopnea… … Dictionary of Greek