- ταχυ-ήρης
ταχυ-ήρης, ες, schnell oder leicht rudernd, ὸχος, Aesch. Suppl. 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχυ-ήρης, ες, schnell oder leicht rudernd, ὸχος, Aesch. Suppl. 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ενήρης — ἐνήρης, ες (Α) (για πλοίο) αυτός που έχει μία σειρά κουπιών ή ένα μόνο ζεύγος («μὴ ναῡν ἑνήρη, μὴ στρατιώτην ἕνα, μή πόλιν ἔχοντες», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ήρης < ερέσσω «κωπηλατώ» (πρβλ. ταχυ ήρης, τρι ήρης κ.ά.] … Dictionary of Greek
ταχυήρης — ύηρες, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που κωπηλατείται γρήγορα («ξὺν ὄχῳ ταχυήρει πέμψατε πόντονδε», Αισχύλ.) 2. (κατ επέκτ.) ταχύς, ορμητικός («αἵ δ ὑπὸ μαρμαρυγῆς ταχυήρεος... φυζαλέαι θρώσκουσι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + ήρης (ΙΙ)* (πρβλ. τρι… … Dictionary of Greek
τριήρης — Πολεμικό πλοίο των αρχαίων Ελλήνων. Είχε 3 υπερκείμενες σειρές κουπιά και επίσης 2 ιστία και 2 πανιά και κύριο όπλο της ήταν το έμβολο, κάτω από την πλώρη. Η πρώτη τ. φαίνεται πως κατασκευάστηκε στην Κόρινθο κατά το τέλος του 8ου αι. π.Χ. και από … Dictionary of Greek