ταχυ-άλωτος

ταχυ-άλωτος

ταχυ-άλωτος, schnell od. leicht gefangen, erobert, χώρη, Her. 6, 130.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… …   Dictionary of Greek

  • ταχυάλωτος — ον, Α αυτός που κυριεύεται εύκολα («χώρην εἶχον εὐαίρετόν τε καὶ ταχυάλωτον», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + άλωτος (< ἁλίσκομαι), πρβλ. δορυ άλωτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”