- ταχυ-μαθής
ταχυ-μαθής, ές, schnell, leicht lernend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχυ-μαθής, ές, schnell, leicht lernend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχυμαθής — ές, ΝΑ αυτός που μαθαίνει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μαθής (< μάθος (τό) «μάθηση, γνώση» < μανθάνω), πρβλ. πολυ μαθής] … Dictionary of Greek