- ταχυ-δρομία
ταχυ-δρομία, ἡ, schneller Lauf, Arist, probl. 5, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχυ-δρομία, ἡ, schneller Lauf, Arist, probl. 5, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακοδρομία — και ιων. τ. κακοδρομίη, ἡ (Α) κακός πλους, κακό ταξίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + δρομία (< δρομος < δρόμος), πρβλ. κενο δρομία, ταχυ δρομία] … Dictionary of Greek
ολοδρομία — ὁλοδρομία, ἡ (Α) γοργό τρέξιμο προς μία κατεύθυνση («τὴν πρὸς τὰς καλὰς πράξεις ὁλοδρομίαν», Κλήμ. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + δρομία (< δρομος < δρόμος), πρβλ. ταχυ δρομία] … Dictionary of Greek