- ταχυ-δρόμος
ταχυ-δρόμος, schnell laufend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχυ-δρόμος, schnell laufend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλιοδρόμος — ἡλιοδρόμος, ὁ (Α) 1. ο αγγελιαφόρος τού ήλιου 2. τίτλος αξιώματος τών μυημένων στη λατρεία τού Μίθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + δρομος (< δρόμος), πρβλ. οπλιτο δρόμος, ταχυ δρόμος] … Dictionary of Greek
κυματοδρόμος — κυματοδρόμος, ον (Α) (για τον γλάρο) αυτός που περνά ή διατρέχει τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. οπλιτο δρόμος, ταχυ δρόμος] … Dictionary of Greek
ημεροδρόμος — Ειδικός ταχυδρόμος στην αρχαία Ελλάδα, που έπρεπε σε μία ημέρα να διανύσει μεγάλη απόσταση. Κάθε ελληνική πόλη είχε τους η. της, που ονομάζονταν άγγελοι και δρομοκήρυκες. Ο Μαραθωνοδρόμος Φειδιππίδης, που μετέδωσε στους Αθηναίους το άγγελμα της… … Dictionary of Greek
θεοδρόμος — θεοδρόμος, ον (AM) 1. αυτός που ζει σύμφωνα με τη θέληση τού θεού 2. αυτός που κατευθύνεται προς τον θεό («θεοδρόμον αστέρα θεωρήσαντες Μάγοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δρόμος (< δραμείν), πρβλ. αρματο δρόμος, ταχυ δρόμος] … Dictionary of Greek
πεζοδρόμος — ο / πεζοδρόμος, ον, ΝΜ αυτός πού διαγωνίζεται σε αγώνα δρόμου νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πεζοδρόμος αυτός που βαδίζει πεζή, πεζοπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ταχυ δρόμος] … Dictionary of Greek
ταχυδρόμος — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών. 1. Εφημερίδα της Κεφαλονιάς. Ιδρύθηκε το 1868. 2. Καθημερινή ελληνική εφημερίδα με έδρα την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ιδρύθηκε το 1880 και είναι η αρχαιότερη ελληνική εφημερίδα σε όλο τον κόσμο, που… … Dictionary of Greek
ωκύδρομος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που τρέχει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + δρόμος (πρβλ. ταχύ δρομος)] … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
κακοδρομία — και ιων. τ. κακοδρομίη, ἡ (Α) κακός πλους, κακό ταξίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + δρομία (< δρομος < δρόμος), πρβλ. κενο δρομία, ταχυ δρομία] … Dictionary of Greek
κυνοδρομώ — κυνοδρομῶ, έω (Α) 1. τρέχω ή κυνηγώ με σκυλιά 2. μτφ. τρέχω σαν σκύλος («ἐκυνοδρομοῡμεν ἀλλήλους ζητοῡντες», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + δρομῶ (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιππο δρομώ, ταχυ δρομώ] … Dictionary of Greek