- ταχυ-εργής
ταχυ-εργής, ές, = ταχύεργος, Appian. B. C. 3, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχυ-εργής, ές, = ταχύεργος, Appian. B. C. 3, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχυεργής — ές, ΝΜΑ ταχυεργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + εργής (< ἔργον), πρβλ. βαρυ εργής] … Dictionary of Greek