- ταχυ-πειθής
ταχυ-πειθής, ές, schnell od. leicht überredet, leichtgläubig, Theocr. 2, 138. 7, 38; – schnell, leicht gehorchend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχυ-πειθής, ές, schnell od. leicht überredet, leichtgläubig, Theocr. 2, 138. 7, 38; – schnell, leicht gehorchend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοπειθής — θεοπειθής, ές (AM) αυτός που υπακούει στον θεό, ο ευσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πειθής (< πείθομαι), πρβλ. ευ πειθής, ταχυ πειθής] … Dictionary of Greek
ταχυπειθής — ές, ΜΑ εύπιστος («ἐγὼ δέ τις οὐ ταχυπειθής», Θεόφρ.) αρχ. αυτός που υπακούει εύκολα ή γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πειθής (< πείθω), πρβλ. εὐ πειθής] … Dictionary of Greek