- ταφήϊος
ταφήϊος, ep. u. ion. statt ταφεῖος, zum Begräbnisse, zum Grabe gehörig; φᾶρος, Leichengewand, Od. 2, 99. 19, 144. 24, 134; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 840.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταφήϊος, ep. u. ion. statt ταφεῖος, zum Begräbnisse, zum Grabe gehörig; φᾶρος, Leichengewand, Od. 2, 99. 19, 144. 24, 134; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 840.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταφήιος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταφήϊος — ΐη, ον, Α (επικ. τ.) 1. ταφεῑος* 2. φρ. «φᾱρος ταφήϊον» σεντόνι με το οποίο τύλιγαν τους νεκρούς, σάβανο (Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τάφος + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
ταφήιον — ταφήιος of masc acc sg ταφήιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταφήια — ταφήιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάφιος — Μυθικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Ιπποθόης την οποία ο θεός ακολούθησε στις Εχινάδες Νήσους. Ο Τ. εγκατέλειψε τις Μυκήνες, την πόλη που γεννήθηκε και αποίκησε το νησί Τάφο. Αργότερα γύρισε στην πατρίδα του και σκότωσε τους γιους του … Dictionary of Greek
ταφείος — εία, ον, Α 1. ταφήϊος* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταφεῑον ο τάφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάφος + κατάλ. εῖος (πρβλ. οἰκ εῖος)] … Dictionary of Greek
ԳԵՐԵԶՄԱՆԱԿԱՆ — (ի աց.) NBH 1 0547 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 7c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c ա. τάφιος, ταφήϊος sepulchralis, funebris, funeralis Որ ինչ անկ է գերեզմանի եւ թաղման կամ ասի ʼի վերայ գերեզմանի իբրեւ ճառ թաղման՝ ողբական եւ ներբողական. որ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)