- ταυρο-γενής
ταυρο-γενής, ές, vom Stiergeschlecht, Orph. fr. 28, 7, Beiw. des Bacchus.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταυρο-γενής, ές, vom Stiergeschlecht, Orph. fr. 28, 7, Beiw. des Bacchus.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταυρογενής — ές, Α πιθ. (ως προσωνυμία τού Βάκχου) αυτός που γεννήθηκε από ταύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + γενής (< γένος < γίγνομαι)] … Dictionary of Greek