ταυρο-κτόνος

ταυρο-κτόνος

ταυρο-κτόνος, Stiere mordend, schlachtend, λέων, Soph. Phil. 398; – mit verändertem Tone, ταυρό-κτονος, vom Stiere getödtet.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… …   Dictionary of Greek

  • ιχθυοκτόνος — ο (Μ ἰχθυοκτόνος, ον) αυτός που σκοτώνει, που καταστρέφει ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. ζωο κτόνος, ταυρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • νησσοκτόνος — και νηττοκτόνος, ον (Μ) 1. αυτός που σκοτώνει πάπιες 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ νησσοκτόνος είδος αετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσσα / νῆττα «πάπια» + κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μηλο κτόνος, ταυρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • φυλλοκτόνος — ον, Μ αυτός που σκοτώνει τα φύλλα, που κάνει τα φύλλα να μαραθούν («φυλλοκτόνος, οὐ φυτοκτόνος χειμών», Βαλσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο(ν) + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μηλο κτόνος, ταυρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • σκυλακοκτόνος — ον, Α αυτός που σκοτώνει τα μικρά σκυλάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλαξ, ακος + κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. ταυρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • φαβοκτόνος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ περιστεράς φονεύων». [ΕΤΥΜΟΛ. < φάψ, φαβός «άγριο περιστέρι» + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. ταυρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • χοιροκτόνος — ον, Α αυτός που φονεύει χοίρο («Δημήτηρ χοιροκτόνος», Σχόλ. Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. ταυρο κτόνος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • χοιρόκτονος — ον, Α αυτός που τελείται με σφαγή χοίρου (α. «χοιρόκτονοι καθαρμοί» εξαγνισμοί που γίνονταν με θυσία χοίρου, Αισχύλ. β. «αἷμα χοιρόκτονον» αίμα σφαγμένου χοίρου, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κτονος (< κτείνω), πρβλ. ταυρό κτονος. Η… …   Dictionary of Greek

  • ταυρόκτονος — ον, Α (με παθ. σημ.) αυτός που φονεύθηκε από ταύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + κτονος (< κτείνω), πρβλ. χοιρό κτονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”