ταυρο-βόας, ὁ, der wie ein Stier brüllt, Orph. H. 5, 3, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοκκυβόας — κοκκυβόας, ὁ (Α) φρ. «κοκκυβόας ὄρνις» πετεινός, κόκορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκυ + βόας (< βοῶ), πρβλ. αυλο βόας, ταυρο βόας] … Dictionary of Greek
χαλκοβόας — ὁ, Α χαλκεόφωνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + βόας (< βοή), πρβλ. μεγαλο βόας, ταυρο βόας] … Dictionary of Greek