ταυρό-μορφος

ταυρό-μορφος

ταυρό-μορφος, von Stiergestalt; ὄμμα πατρὸς ταυρόμορφον, Eur. Ion 1261; Lycophr. 1299.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κριόμορφος — η, ο (Α κριόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή κριαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + μορφος (< μορφή), πρβλ. λεοντό μορφος, ταυρό μορφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”