ταυρό-κολλα

ταυρό-κολλα

ταυρό-κολλα, , Stierleim, Pol. 6, 23, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρυσόκολλα — η, ΝΑ νεοελλ. 1. πολύ λεπτό φύλλο χρυσού 2. (ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό τού χαλκού αρχ. 1. μεταλλική ύλη για τη συγκόλληση τού χρυσού 2. είδος φαγητού από λιναρόσπορο και μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κόλλα (πρβλ. ταυρό κολλα). Η λ., ως επιστημον …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”