ταυρό-κρᾱνος

ταυρό-κρᾱνος

ταυρό-κρᾱνος, = ταυροκέφαλος; Ὠκεανός, Eur. Or. 1378; Ep. ad. 296 (Plan. 126).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαλκεόκρανος — ον, Α αυτός που έχει χάλκινη αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + κρανος (< *κρᾱνον, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. δορύ κρανος, ταυρό κρανος] …   Dictionary of Greek

  • Δολιχηνός Ζευς — Όνομα με το οποίο λατρεύτηκε από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους μια νέα μορφή θεότητας, κατά μίμηση του φοινικικού θεού Βάαλ. Ο Δ.Ζ. λατρευόταν στη Δολίχη της Κομμαγηνής και μεταφέρθηκε στους Ρωμαίους από τα συριακά στρατεύματα. Όταν το βασίλειο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Πάφου (Κύπρου), Επαρχιακό — Το μουσείο, που ιδρύθηκε το 1966 (οδός Γρίβα Διγενή), στεγάζει αρχαιολογικά ευρήματα από την επαρχία Πάφου που χρονολογούνται από τη νεολιθική έως και την ενετική εποχή. Για να αποφύγετε τη σύγχυση που μπορεί να σας δημιουργηθεί όσον αφορά στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”